- τσιμεντοκονίαμα
- το, -ατοςεπίχριση με τσιμεντοκονία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιμεντοκονίαμα — το, Ν τεχνολ. κονίαμα από τσιμέντο, άμμο και νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμέντο + κονίαμα] … Dictionary of Greek
ένεση τσιμέντου — Ο όρος ένεση χρησιμοποιείται στην οικοδομική για να χαρακτηρίσει το σύνολο των εργασιών που έχουν σκοπό τη στερέωση τοίχων ή εδαφών, με την εισαγωγή με πίεση ρευστού τσιμεντοκονιάματος ή τσιμέντου σε σκόνη στο εσωτερικό της μάζας. Στην πιο απλή… … Dictionary of Greek
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
τσιμεντοκονία — η, Ν το τσιμεντοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμέντο + κονία] … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek